κατώφλι

κατώφλι
Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική, στη βιολογία και στην ψυχολογία, για να υποδηλώσει τον ελάχιστο βαθμό έντασης τον οποίο πρέπει να φτάσουν διάφοροι τύποι φυσικής, χημικής ή ψυχοφυσικής ενέργειας, για να καταστεί δυνατή η εκδήλωση ορισμένων φαινομένων. Έτσι υπάρχουν διάφοροι τύποι κ., ανάλογοι είτε με τους διάφορους τύπους ερεθισμάτων είτε με τα αποτελέσματά τους. Στην ψυχοφυσική ο όρος κ. υποδηλώνει την ελάχιστη ένταση ερεθίσματος που είναι αναγκαία για να προκληθεί στον άνθρωπο και στα ζώα αντίληψη του ερεθίσματος αυτού. Η ένταση αυτή, που ονομάζεται απόλυτο κ., αντιστοιχεί προς το όριο που χωρίζει τα αντιληπτά ερεθίσματα (υπεροριακά ή άνω του κ.) από εκείνα που δεν είναι αντιληπτά (υποοριακά ή κάτω του κ.). Ένας πολύ αδύνατος ήχος, για παράδειγμα (ώστε να μη γίνεται αντιληπτός), είναι κάτω από το απόλυτο κ. ακουστότητας· ονομάζεται, αντίθετα, διαφορικό κ. η ελάχιστη μεταβολή έντασης που απαιτείται για να κάνει αντιληπτή τη διαφορά ανάμεσα σε δύο ερεθίσματα. Το μέτρο αξιών των κ. για κάθε ερέθισμα και αισθητήριο όργανο αναζητήθηκε τον 19o αι. από διάφορους επιστήμονες (Βέμπερ, Φέχνερ, Χέκλχολτς, Βουντ κ.ά.) στο πλαίσιο των ερευνών για τις σχέσεις μεταξύ των φυσικών μεγεθών των ερεθισμάτων και των ψυχολογικών μεγεθών της αντίληψης. Σήμερα, η έννοια του κ. αντιστοιχεί όχι τόσο σε σταθερές αξίες όσο σε μια αξία που μπορεί να καθοριστεί μόνο κατά προσέγγιση με στατιστικό τρόπο. Θεωρείται πραγματικά πιθανόν ένα ερέθισμα με ορισμένη ένταση να μπορεί να γίνει αντιληπτό σε συνάρτηση με συμπτωματικούς ή σταθερούς ψυχικούς και φυσιολογικούς συντελεστές, που αντιπροσωπεύουν αιτίες αβεβαιότητας της δεκτικότητας, όπως είναι η ένταση της προσοχής, ο διαφορετικός βαθμός δραστηριοποίησης και λειτουργίας του αισθητήριου οργάνου κ.ά. Το κ. ονομάζεται και ουδός. Στη φυσική, κ. χαρακτηρίζεται η ελάχιστη αξία που πρέπει να πάρει ένα μέγεθος (για παράδειγμα, θερμοκρασία, τάση, ηλεκτρισμός, ενέργεια ενός κβάντου) για να προκαλέσει ορισμένα φαινόμενα. Τυπικές διαδικασίες στις οποίες εκδηλώνεται η αξία του κ. είναι το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο, το θερμοηλεκτρικό φαινόμενο και η εκπομπή ακτίνων X.
* * *
και κατώφλιο και κατώφιλιο, το (Μ κατώφλιον και κατώφλιν)
το ξύλινο ή λίθινο κομμάτι που συνδέει τις πλευρές θύρας ή παραθύρου στο κάτω μέρος τους (α. «και ήγγιζε το κατώφιλιο στο τέλος τού δωματίου», Ερωτόκρ.
β. «τοῡ λουτροῡ τὸ κατώφλιν», Πρόδρ.)
νεοελλ.
1. στάθμη, όριο, κρίσιμο σημείο μετά από το οποίο αρχίζει ή εκδηλώνεται κάτι (α. «το κατώφλι τών γηρατειών» β. «κατώφλιο ακουστότητας»)
2. φρ. α) «δεν έχει πατήσει το κατώφλι τού σπιτιού μου» — δεν ήλθε ποτέ στο σπίτι μου
β) (ψυχολ.) «κατώφλιο συνειδήσεως» — ο ελάχιστος βαθμός έντασης εξωτερικού ερεθισμού ο οποίος απαιτείται για να γίνει αντιληπτός ως αίσθημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + φλιά «παραστάδα τής πόρτας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατώφλι — κατώφλι, το και κατώφλιο, το 1. ξύλινο ή λίθινο δοκάρι που συνδέει τις πλευρές πόρτας στο κάτω μέρος τους: Κάθεται στο κατώφλι. 2. φρ., «βρίσκεται στο κατώφλι του γήρατος», αρχίζει να γερνάει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν …   Dictionary of Greek

  • ακουστότητα — Χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε ήχου, με το οποίο, καθαρά υποκειμενικά, διαφοροποιείται ο ισχυρός από τον ασθενή ήχο. Η α. συνδέεται με την ένταση του ήχου Ι και την ελάχιστη αντιληπτή ένταση Ιο (κατώφλι α.) με τον τύπο: Α = log (Ι/Ιο). Ο τύπος… …   Dictionary of Greek

  • μουσική — Αρχαιότατες είναι οι μαρτυρίες για τη μουσική εμπειρία. Οι πιο μακρινές ανάγονται στον αιγυπτιακό πολιτισμό, που ήδη τον 4o αι. π.Χ. παρουσίαζε αφθονία πνευστών οργάνων (αυλοί και σάλπιγγες) και έγχορδων (άρπες). Στα αρχαία ινδικά κείμενα (Βέδες) …   Dictionary of Greek

  • ουδός — (I) ο (Α οὐδός, δωρ. τ. ὠδός, αττ. τ. ὀδός) νεοελλ. 1. (φυσιολ. ψυχολ.) α) η ελάχιστη τιμή τής ισχύος ενός ερεθίσματος η οποία αρκεί για να προκαλέσει μία διέγερση ή ένα αίσθημα («ουδός τού πόνου») β) η μικρότερη μεταβολή την οποία μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αίσθηση — Φαινόμενο χάρη στο οποίο ο άνθρωπος και τα ζώα αντιλαμβάνονται αυτά που συμβαίνουν στο εσωτερικό του οργανισμού τους ή στο εξωτερικό περιβάλλον, διαμέσου γνωρισμάτων κατάλληλων για τη λήψη διαφόρων ερεθισμάτων και χάρη στις γενικές ιδιότητες της… …   Dictionary of Greek

  • ανελκυστήρας — Συσκευή για την κατακόρυφη μεταφορά ατόμων. Ορισμένα κείμενα Λατίνων συγγραφέων οδηγούν στην υπόθεση ότι οι πρώτοι υποτυπώδεις α. ανάγονται στον 1ο αι. μ.Χ. Η λειτουργία των εγκαταστάσεων αυτών προϋπέθετε φυσικά ανθρώπινη ή ζωική έλξη. Μόνο στις… …   Dictionary of Greek

  • βέβηλος — η, ο (AM βέβηλος, ον) 1. ασεβής, άπιστος 2. μιαρός, ανίερος 3. ανέντιμος, ανήθικος αρχ. μσν. αυτός που δεν έχει καθαρθεί, αμύητος σε μυστηριακή λατρεία μσν. (για φαγητό) ακάθαρτος, απαγορευμένος, εφ όσον προέρχεται από ειδωλολατρική θυσία αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”